Πώς ζήσαμε 10 μέρες στην Ισλανδία, στην πιο εξωγήινη χώρα του πλανήτη, το καλοκαίρι - Ένα οδοιπορικό που σίγουρα θα μείνει αξέχαστο
Προσγειωθήκαμε στο Keflavik*, το αεροδρόμιο του Reykjavík, λίγο μετά τις εννιά το πρωί. Ο καιρός ήταν μουντός και κρύος. Αφού τα τρία υπόλοιπα μέλη της παρέας έκαναν ένα γρήγορο τσιγάρο για να ξεχαρμανιάσουν από την τρίωρη αποχή, όσο δηλαδή κράτησε η πτήση από Κοπεγχάγη (μέσω της οποίας φτάσαμε από την Αθήνα στην Ισλανδία), κατευθυνθήκαμε προς το κατάστημα, όπου είχαμε κανονίσει να πάρουμε το αυτοκίνητο που είχαμε νοικιάσει για τις επόμενες 10 μέρες.
Του Γιώργου Μυλωνά
Μισή ώρα αργότερα βρισκόμασταν μέσα σε ένα ασημί Corsa δεκαπενταετίας και διανύαμε τα πρώτα από τα 3.056 χιλιόμετρα** που θα κάναμε συνολικά για να γυρίσουμε την Ισλανδία. Τη χώρα που καταργεί τον όρο «λογοτεχνία του φανταστικού», μιας και (σχεδόν) όσα τοπία έχουν περιγραφεί στο συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος απέκτησαν τις επόμενες μέρες μπροστά στα μάτια μας σάρκα και οστά. Ή για να είμαι πιο ακριβής, πάγο και φωτιά.
Για κάποιο λόγο το στικάκι που είχε ετοιμάσει η Αθανασία και ο Στέφανος από την Αθήνα και περιλάμβανε από «Sigur Ros» και «Of Monsters and Men» για να μπούμε σε ισλανδικό κλίμα μέχρι «Τρύπες» και «Χαΐνηδες» για να μην ξεχάσουμε αυτά που ξέραμε, δεν έπαιζε στο αυτοκίνητο. Δεν προβληματιστήκαμε ιδιαίτερα, μιας και ο Πολωνός υπάλληλος της εταιρείας από την οποία νοικιάσαμε το αυτοκίνητο, εκτός από τα κλειδιά, μας είχε μόλις δώσει και μια σειρά από συμβουλές για το ταξίδι, τις οποίες θα είχαμε την ευκαιρία να αναλύσουμε απερίσπαστοι καθοδόν προς την πρωτεύουσα. Συμβουλές, όπως το να μην ξεπερνάμε ποτέ μα ποτέ τα όρια ταχύτητας, μιας και η ισλανδική αστυνομία δεν χαρίζεται. Όπως ότι το πάρκινγκ δεν είναι σχεδόν πουθενά δωρεάν, οπότε να έχουμε πάντα το νου μας να πληρώνουμε το σχετικό αντίτιμο. Όπως ότι το φαγητό είναι πανάκριβο και πως αν θελήσουμε να ψωνίσουμε από σούπερ μάρκετ να πάμε στα «Bonus» και τα «Krónan» που είναι τα πιο φτηνά. Όπως ότι αν ακολουθήσουμε τις παραπάνω συμβουλές του, θα μπορέσουμε να απολαύσουμε χωρίς προβλήματα την ασύλληπτη ομορφιά της Ισλανδίας.
Σαράντα λεπτά αργότερα και χωρίς το καντράν να έχει περάσει ούτε για νανοσεκόντ τα 90 χλμ./ώρα εκτός και τα 50 εντός Reykjavík, παρκάραμε μπροστά από το σπίτι, όπου θα κάναμε την πρώτη μας διανυκτέρευση. Επειτα από ένα καυτό ντουζ (στην Ισλανδία έχει πάντα διαθέσιμο ζεστό νερό, αφού η θερμοκρασία ακόμα και τον Αύγουστο δύσκολα ξεπερνά τους 18 °C) και έναν γερό ύπνο, μιας και η ανταπόκρισή μας στην Κοπεγχάγη είχε εννιά ώρες αναμονή, κάναμε την πρώτη μας εξόρμηση στη χώρα.
Μέρα 1η, Fagradalsfjall: Περπατώντας πάνω σε λάβα
Η λίστα με τα πράγματα που θέλαμε να δούμε/κάνουμε στην Ισλανδία πήγαινε κάπως έτσι:
1. Λάβα
2. Φάλαινες
3. Μπάνιο σε θερμές πηγές
4. Φώκιες
5. Να φάμε «σάπιο» καρχαρία
6. Καταρράκτες
7. Θερμοπίδακες
8. Puffins
9. Ισλανδικό αλκοόλ
10. Ισλανδική σούπα
Το Fagradalsfjall, το ηφαίστειο που βρίσκεται 40 μόλις χιλιόμετρα, από το Reykjavík μας έκανε την χάρη να εκραγεί τον Μάρτιο για πρώτη φορά έπειτα από 800 χρόνια με αποτέλεσμα να ξεκινήσουμε το road trip μας με ένα μεγαλοπρεπές τικ στον πρώτο μας στόχο. Μετά από μια απαραίτητη στάση στην διαδρομή για να φωτογραφίσουμε τα πρώτα ισλανδικά άλογα που συναντήσαμε, τα οποία μαζί με τα ισλανδικά πρόβατα θα συνειδητοποιούσαμε στη συνέχεια του ταξιδιού πως βρίσκονται κυριολεκτικά π α ν τ ο ύ στη χώρα, φτάσαμε στην τοποθεσία όπου το gps όριζε ως ηφαίστειο Fagradalsfjall. Επρόκειτο για ένα πάρκινγκ, που περιβαλλόταν από λόφους στρωμένους με χώμα σε αποχρώσεις του κόκκινου, ενώ η θάλασσα βρισκόταν ένα δύο χιλιόμετρα μακριά μας. Τίποτα δεν προμήνυε τι θα ακολουθούσε.
(Ισλανδικά άλογα)
Πήραμε ένα από τα φιδογυριστά χωμάτινα μονοπάτια που οδηγούν σε διαφορετικά σημεία του ηφαιστείου, χωρίς να γνωρίζουμε τις προαναφερθείσες πληροφορίες για την πρόσφατη έκρηξη, περιμένοντας να βρεθούμε μπροστά σε έναν, εδώ και αιώνες κοιμισμένο, κρατήρα. Το πολύ, όμως τρία χιλιόμετρα αργότερα, η πεζοπορία σε ένα μέχρι πρότινος απλώς εντυπωσιακό μονοπάτι, μετατράπηκε σε μεταφυσική εμπειρία. Το μονοπάτι έφραζε απότομα ένα παγωμένο κύμα λάβας. Ένα κύμα που έμοιαζε με παχύρευστη μπλαβί σάλτσα που είχε χυθεί από ένα γιγαντιαίο καζάνι και ευτυχώς για τους κατοίκους του Reykjavík δεν είχε την απαραίτητη ορμή για να συνεχίσει την πορεία του. Το πλησιάσαμε διστακτικά, καθώς βλέπαμε πως κάπνιζε σε διάφορα σημεία, μέχρι που αντικρίσαμε τους πρώτους τουρίστες που έβγαζαν φωτογραφίες επάνω του. Αρχίσαμε να ξεθαρρεύουμε και πλησιάσαμε κι άλλο. Φτάσαμε μάλιστα στο σημείο να ποζάρουμε για φωτογραφία λίγα εκατοστά μακριά του, ώσπου ένα απότομο «φςςςς» που ανάβλυσε από τα έγκατά του μας κοψοχόλιασε και μας ανάγκασε να απομακρυνθούμε.
(Η λάβα του Fagradalsfjall)
Στην παράλληλη προς το μονοπάτι διαδρομή που κάναμε την επόμενη ώρα μέχρι να φτάσουμε στην κορυφή ενός βουνού (εκεί βρίσκεται μια κάμερα από την οποία μπορείς δεις σε live streaming ανά πάσα στιγμή την ηφαιστειακή δραστηριότητα) από όπου θα είχαμε θέα του κρατήρα συνειδητοποιήσαμε πως η περιοχή ανάμεσα στον κρατήρα και στο βουνό που ανεβαίναμε είχε σχηματιστεί μια λίμνη λάβας. Μια λίμνη που κόχλαζε κάτω από την επιφάνεια-κρούστα της. Έβγαζε καπνούς από διάσπαρτες τρύπες, ενώ σε ορισμένα σημεία, το καυτό περιεχόμενό της έμοιαζε να κινεί την παγωμένη κρούστα. Η ζωντανή λάβα θύμιζε την θάλασσα του Λεμ στο Σολάρις. Μια θάλασσα που περιμένει να σε καταπιεί, όχι επειδή θα παραπατούσες και θα έπεφτες μέσα της, αλλά επειδή είχε μια μεταφυσική ικανότητα να σε πείσει να βουτήξεις με την θέλησή σου σε αυτή. Στο δρόμο της επιστροφής είχαμε αποκτήσει τόσο θάρρος ώστε να κάνουμε μερικά βήματα πάνω στην παγωμένη λάβα του μονοπατιού και να γεμίσουμε τις τσέπες μας με κομμάτια της. Ο πήχης του ταξιδιού είχε μπει πολύ ψηλά με το καλημέρα .
Μέρα 2η, Reykjavík- Reykjadalur: H πόλη μακέτα και το μπάνιο στις καυτές πηγές
Σε γενικές γραμμές, οι τουρίστες στην Ισλανδία χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες. Σε αυτούς που κάνουν το Golden Circle, μια διαδρομή περίπου 230 χιλιομέτρων με αφετηρία και τερματισμό το Reykjavík, η οποία περιλαμβάνει μια σειρά από βασικά (αν και ο χαρακτηρισμός «βασικά» αποτελεί υποτίμηση για οποιοδήποτε αξιοθέατο υπάρχει στη χώρα) ισλανδικά αξιοθέατα. Σε αυτούς που κάνουν τον γύρο της χώρας, το λεγόμενο Ring Road, το οποίο είναι μια (σχεδόν) παράκτια διαδρομή 1.322 χιλιομέτρων, πάλι με αφετηρία και τερματισμό το Reykjavík. Και σε αυτούς που βάζουν στο παιχνίδι και τα F-Roads. To μεγαλύτερο κομμάτι των δρόμων της ενδοχώρας της Ισλανδίας αποτελείται από F-Roads. Πρόκειται για κακοτράχαλους χωμάτινους δρόμους στην ισλανδική ενδοχώρα, στους οποίους έχεις πρόσβαση μόνο με 4x4. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως όταν νοικιάζεις αυτοκίνητο που δεν είναι 4x4, υπογράφεις ένα έντυπο στο οποίο δηλώνεις υπεύθυνα πως δεν θα περάσεις από F-Roads. Εμείς ανήκαμε στην δεύτερη κατηγορία. Τόσο γιατί είχαμε μόλις δέκα μέρες στη διάθεσή μας, όσο και γιατί τα λεφτά που χρειάζονταν για να νοικιάσουμε ένα 4x4 μας έβγαζαν αρκετά εκτός budget.
(Δρόμος βαμμένος στα χρώματα του rainbow flag στο κέντρο του Reykjavík)
Μετά, λοιπόν, από δύο hot dog με τσιγαρισμένο κρεμμύδι σε μια καντίνα του Reykjavík, όπου κόστιζαν περίπου 1.000 ισλανδικές κορώνες, δηλαδή εφτά ευρώ το ένα (είπαμε, στην Ισλανδία δεν είναι για να τρως έξω), τα οποία αποτελούσαν το καταλληλότερο σβήσιμο για τη μεθυστική παραζάλη που μας είχε δημιουργήσει η λάβα του Fagradalsfjall και έναν οχτάωρο νυχτερινό ύπνο, φορτώσαμε ξανά το Corsa. Στόχος της 2ης ημέρας του road trip ήταν να δούμε όσο περισσότερο Reykjavík προλαβαίναμε (θα είχαμε την ευκαιρία να το απολαύσουμε ξανά και την τελευταία μέρα του ταξιδιού) και να κάναμε μπάνιο στις θερμές πηγές του Reykjadalur.
Η ισλανδική πρωτεύουσα μοιάζει, όπως θα έλεγε η Δήμητρα στην δεύτερη επίσκεψή μας στο Reykjavík, με πόλη που έχουν φτιάξει εξωγήινοι στην προσπάθειά τους να περάσουν απαρατήρητοι από τους γήινους. Υπάρχει απόλυτη συμμετρία σε δρόμους, πάρκα και κτίρια. Τα αυτοκίνητα κινούνται προκλητικά εντός των ορίων ταχύτητας. Οι άνθρωποι (ή οι εξωγήινοι) που περπατούν στον δρόμο είναι απειροελάχιστοι. Τα κτίρια σχεδόν ανά τετράγωνο έχουν μεταξύ τους το ίδιο χρώμα και την ίδια αρχιτεκτονική.
(H Hallgrimskirkja)
Αφήσαμε το αυτοκίνητο σε ένα από τα διαθέσιμα πάρκινγκ πλάι στην Hallgrimskirkja, την μεγαλύτερη εκκλησία της χώρας και περπατήσαμε στην πόλη πάνω από την οποία πετούν συνεχώς γλάροι. Αφού περάσαμε από την Όπερα (μπροστά από την οποία ανέμιζαν rainbow flags, ενώ ένας από τους κεντρικότερους δρόμους της χώρας, ο οποίος οδηγεί στην προαναφερθείσα εκκλησία είναι βαμμένος στα ίδια χρώματα), το παλιό λιμάνι και τον Καθεδρικό, είχε έρθει η ώρα να ξεκινήσουμε επισήμως το Ring Road.
Δεν χρειάστηκε να κάνουμε πάνω από σαράντα χιλιόμετρα ανατολικά του Reykjavík για να αρχίσουμε να αντικρίζουμε τα τοπία που θα μας άφηναν με ανοιχτό το στόμα για τις τουλάχιστον πέντε επόμενες μέρες. Όσο οδηγούσαμε στον στενό δρόμο διπλής κυκλοφορίας που διασχίζει τη χώρα και που στο πάνω από το 95% της έκτασής του αποτελείται από δύο μονές λωρίδες, μπροστά και πλάι μας δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα να εμποδίζει το βλέμμα μας. Ουρανός, θάλασσα και σύννεφα γίνονταν ένα, ενώ την απεραντοσύνη του τοπίου διέκοπταν προσωρινά τεράστιοι βράχοι, σαν αυτούς των Μετεώρων. Βράχοι, όμως, που κάθε είκοσι τριάντα χιλιόμετρα άλλαζαν χρώματα ανάλογα με το μπαχαρικό (κάρυ, πάπρικα, κουρκουμά) που έμοιαζε να τους είχε πασπαλίσει κάποιος περαστικός γίγαντας. Το τοπίο ανάμεσα στους βράχους, στον δρόμο και τον ορίζοντα γέμιζαν απέραντα λιβάδια γρασιδιού, των οποίων το πράσινο έσπαγαν απομονωμένα πολύχρωμα σπίτια, πρόβατα και άλογα.
(Η κοιλάδα του Reykjadalur)
Στην κοιλάδα του Reykjadalur φτάσαμε κατά τις τέσσερις το απόγευμα. Ακολουθήσαμε ένα μονοπάτι τριών περίπου χιλιομέτρων ανάμεσα σε βουνά, γρασίδι και ρυάκια μέχρι να συναντήσουμε τις θερμές πηγές για τις οποίες είναι διάσημη η συγκεκριμένη κοιλάδα. Λίγο μετά το τρίτο χιλιόμετρο του μονοπατιού, υπάρχει μια ξύλινη προβλήτα στην οποία μπορείς να αφήσεις τα πράγματα σου πριν βουτήξεις. Το μονοπάτι ήταν αρκετά ανηφορικό, για αυτό μόλις φτάσαμε γδυθήκαμε με λαχτάρα και τρέξαμε προς την πηγή που άτμιζε. Ωστόσο, το νερό δεν ήταν κατάλληλο για να βουτήξεις με την μία. Η θερμοκρασία του ήταν ανάμεσα στους 35 και 40 °C. Έπρεπε να βάλουμε το σώμα μας αργά αργά για να συνηθίσει. Μετά από είκοσι λεπτά παραμονής μέσα στο πιο καυτό νερό που έχω μπει στη ζωή μου, ένιωθα λες και μόλις μου είχαν κάνει μια δίωρη συνεδρία μασάζ. Με τις δυνάμεις μας να έχουν επιστρέψει σχεδόν στο εκατό τοις εκατό κατευθυνθήκαμε ανατολικότερα, στο Hvolsvöllur, το οποίο θα αποτελούσε το ορμητήριό μας για τις δύο επόμενες μέρες.
Mέρα 3η, Urriðafoss- Hjálparfoss-Seljalandsfoss- Gljúfrabúi- Skógafoss: Στους καταρράκτες βρίσκεται το portal που οδηγεί στον παράδεισο
(Ο Hjálparfoss)
Στις αποσκευές μας από Αθήνα πέρα από χειμωνιάτικα και καλοκαιρινά ρούχα και μερικά noodles και κονσέρβες, επειδή είχαμε διαβάσει πως τα ισλανδικά εστιατόρια είναι απλησίαστα, προσθέσαμε και τέσσερα αδιάβροχα σετ (μπλούζα, παντελόνι). Πρώτον, γιατί ο καιρός έχει τέτοιες μεταπτώσεις που οι Ισλανδοί λένε «αν δεν σου αρέσει ο καιρός στην Ισλανδία, κάνε υπομονή πέντε λεπτά» και δεύτερον γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος να πλησιάσεις στα λιγότερο από πέντε μέτρα τους περισσότερους καταρράκτες της χώρας χωρίς να γίνεις μούσκεμα. Το τρίτο μας πρωινό στην Ισλανδία, φορέσαμε τα αδιάβροχά μας και ξεκινήσαμε το κυνήγι καταρρακτών.
(O Detifoss, τον οποίο συναντήσαμε προς το τέλος του ταξιδιού)
Πρώτη στάση κάναμε στον λιγότερο διαφημισμένο Urriðafoss, συνεχίσαμε στον Hjálparfoss, ο οποίος βρίσκεται πλάι σε μια κοιλάδα, που πληροί όλες τις προδιαγραφές για να φιλοξενεί ξωτικά και ολοκληρώσαμε την μέρα με τους διάσημους Seljalandsfoss, Gljúfrabúi και Skógafoss. Διαβάζοντας ξανά τα ονόματα και χωρίς την βοήθεια του google δυσκολεύομαι να θυμηθώ σε ποιον καταρράκτη αντιστοιχεί κάθε εικόνα που έχω στο μυαλό μου. Αυτό, όμως, που μου έχει μείνει είναι πως μετά τον τρίτο καταρράκτη (όσο εντυπωσιακοί κι αν ήταν οι τρεις πρώτοι) αρχίσαμε να σκεφτόμαστε μήπως δεν άξιζε να δούμε τους υπόλοιπους μιας και είχαμε πάρει ήδη μια καλή γεύση από ισλανδικούς καταρράκτες. Μέγα λάθος! Αν βρεθείτε στην Ισλανδία πηγαίντε σε όσο π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ο υ ς καταρράκτες μπορείτε. Κάθε ένας έχει κάτι εντελώς διαφορετικό από τους υπόλοιπους να σας δώσει. Άλλοι πέφτουν από τα εξήντα μέτρα ύψος, άλλοι έχουν τεράστιο πλάτος, άλλοι είναι οι πιο ορμητικοί στην Ευρώπη, άλλοι βγαίνουν από σπηλιές, άλλοι καταλήγουν σε σπηλιές, άλλοι καταλήγουν στη θάλασσα, άλλοι δημιουργούν ένα υγρό νέφος σε ακτίνα δέκα είκοσι μέτρων γύρω τους, σε άλλους μπορείς να βρεθείς από πίσω τους με αποτέλεσμα να βλέπεις και κυρίως να ακούς τον βρυχηθμό που κάνουν οι τόνοι νερού που πέφτουν κάθε δευτερόλεπτο με ορμή στη γη και όλοι μα όλοι δίνουν την αίσθηση πως αν βρεις ένα τρόπο και περπατήσεις μέσα τους χωρίς να τραυματιστείς θα μεταφερθείς με κάποιο τρόπο στον παράδεισο. Μέχρι το τέλος του ταξιδιού είδαμε διψήφιο αριθμό καταρρακτών κι αν επισκεπτόμασταν πάλι την Ισλανδία, θα κάναμε το ίδιο ξανά.
(Ένας ακόμα καταρράκτης)
Μέρα 4η, Drangurinn- Sólheimajökull- Reynisfjara beach- Fjaðrárgljúfur canyon- Þakgil: Από τα δολοφονικά κύματα της Μαύρης παραλίας σε μια καλύβα στην μέση του πουθενά
Το ταξίδι μας στον ισλανδικό νότο ήταν μια μεταφυσική εμπειρία που ξεκίνησε από το ηφαίστειο Fagradalsfjall και κορυφώθηκε στο φαράγγι του Þakgil (το πρώτο γράμμα της λέξης διαβάζεται «θ»). Ας πάρουμε, όμως, την τέταρτη μέρα από την αρχή. Αφού φάγαμε πρωινό στο σπίτι και φτιάξαμε το κλασικό μεσημεριανό μας (δύο σάντουιτς για τον καθένα και μπανάνες), ξεκινήσαμε για το Drangurinn. Πρόκειται για μια καταπράσινη έκταση λίγων τετραγωνικών μέτρων πλάι στον Ring Road, η οποία έχει στην μέση της έναν μονόλιθο. Έναν μονόλιθο, μέσα στον οποίο έχουν χτιστεί τέσσερα σπίτια, όπου κατοικούσαν Ισλανδοί προηγούμενων αιώνων και σήμερα αποτελούν αξιοθέατο (ή πηγή έμπνευσης για τον Τόλκιν, που βλέποντάς τα σχεδίασε στο μυαλό του το σπίτι του Μπίλμπο στο Σάιρ).
(Στο Drangurinn)
Σειρά είχε το Sólheimajökull. Πρόκειται για έναν από τους πιο διάσημους ισλανδικούς παγετώνες. Αν και η απόσταση μεταξύ του Drangurinn και του Sólheimajökull είναι μόλις δεκατρία χιλιόμετρα, η διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ των δύο περιοχών ήταν τουλάχιστον είκοσι βαθμούς. Από το Drangurinn φύγαμε με ήλιο και κοντομάνικα και στο Sólheimajökull φορούσαμε τρεις στρώσεις από μπλούζες συν αδιάβροχα και πάλι κρυώναμε. Σε αυτό βοηθούσε και η παγωμένη βροχή που έπεφτε στο συγκεκριμένο σημείο, ίσως όπως έλεγε ο Στέφανος εξαιτίας κάποιου είδους μικροκλίματος που δημιουργείται πάνω από παγετώνες. Ο παγετώνας ξεπρόβαλλε επιβλητικός και απόκοσμος ανάμεσα από δύο βουνά και αποτέλεσε, όπως μάθαμε αργότερα, το σκηνικό για έναν από τους πλανήτες που επισκέφτηκε ο Cooper στο Interstellar. Αν και έχουμε συνηθίσει τον πάγο να είναι διάφανος ή έστω λευκός, αρκετά σημεία του παγετώνα ήταν μαυρόασπρα λόγω του χώματος ή της λάβας που είχε παγώσει μαζί του, προκαλώντας μας ακόμα μεγαλύτερο δέος.
(O παγετώνας Sólheimajökull)
Η Μαύρη παραλία (Reynisfjara beach) αποτελεί ένα από τα πιο τουριστικά μέρη της Ισλανδίας. Παρ΄όλα αυτά και αν και επισκεφτήκαμε την χώρα στην high season της, τόσο στην συγκεκριμένη παραλία, όσο και σε κανένα άλλο σημείο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού δεν νιώσαμε πως υπήρχε τέτοιος αριθμός τουριστών που να γίνεται ενοχλητικός. Γεγονός που από την μία μπορεί να οφείλεται στα περιορισμένα ταξίδια λόγω κορονοϊού και από την άλλη στο ότι ολόκληρη η χώρα έχει μια απίστευτη άπλα που καθιστά τον κάθε τουρίστα ευπρόσδεκτο σε οποιοδήποτε σημείο της.
(Η Μαύρη παραλία μετά την «επικίνδυνη» λεπτή λωρίδα αμμουδιάς)
Την κατάλληλη ατμόσφαιρα για την είσοδό μας στην Μαύρη παραλία δημιούργησαν μια σειρά από ταμπέλες λίγο πριν πατήσουμε του πρώτους κόκκους της όντως κατάμαυρης άμμου. Η πρώτη έγραφε «κίνδυνος» σε τρεις γλώσσες για τα κύματα που δημιουργούνται στο συγκεκριμένο σημείο. Η δεύτερη απεικόνιζε ένα θανατηφόρο κύμα και ένα φυσιολογικό ώστε να γνωρίζουμε την διαφορά. Η τρίτη περιλάμβανε τη φωτογραφία ενός άρθρου ισλανδικής εφημερίδας με τίτλο: «Άλλος ένας νεκρός στην πιο διάσημη ισλανδική παραλία» και πλάι της έναν τεράστιο μαύρο σταυρό. Και η τέταρτη απεικόνιζε το σημείο που βρισκόταν ο άτυχος τουρίστας λίγο πριν τον καταπιούν τα κύματα.
Όπως ήταν φυσικό, προχωρήσαμε αρκετά διστακτικά προς την αμμουδιά. Στο αριστερό μας χέρι υπήρχε ένας τεράστιος βράχος, σμιλεμένος με τέτοιο τρόπο από τα κύματα που οι άκρες του έμοιαζαν με φολίδες δράκων, ο οποίος έφτανε δύο τρία μέτρα από τη θάλασσα και δεξιά μας απλωνόταν η χαώδης παραλία που χανόταν στην ομίχλη. Τα κύματα που συναντήσαμε εκείνη την ώρα δεν θα ήταν άξια αναφοράς αν τα αντικρίζαμε οπουδήποτε στην Ελλάδα, αφού δεν έβγαιναν πάνω από δύο μέτρα στην αμμουδιά. Παρ΄όλα αυτά, οι ταμπέλες στην είσοδο της παραλίας μας είχαν κάνει (δικαίως/αδίκως) να τα τρέμουμε. Όχι μόνο δεν βρισκόταν κανείς σε απόσταση αναπνοής από τη θάλασσα, αλλά όποτε βλέπαμε ότι κάποιο κύμα μας πλησίαζε στο ένα μέτρο, τρέχαμε πανικόβλητοι να απομακρυνθούμε μην μας αγγίξει. Ο μεγαλύτερο πανικός επικρατούσε στο στενό σημείο αμμουδιάς ανάμεσα στον προαναφερθέντα βράχο και στη θάλασσα. Αριστερά εκείνου του βράχου, υπήρχε ένα σημείο με γλαροπούλια από το οποίο μπορούσες να απολαύσεις τη θέα δύο μυτερών βράχων που ξεφύτρωναν μέσα από το νερό. Δεν ήταν, λοιπόν, λίγοι οι τουρίστες που έφτασαν ή προσπάθησαν να φτάσουν στο συγκεκριμένο σημείο. Η τακτική που ακολουθούσαν ήταν οι εξής: Πλησίαζαν τον βράχο και μόλις η θάλασσα ρουφούσε το τελευταίο της κύμα σαν σε άμπωτη, έτρεχαν για να διασχίσουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν αυτή τη στενή λωρίδα άμμου, μιας και η παραλία μετά τον βράχο πλάταινε ξανά. Το θέμα είναι πως όσοι είχαν την ατυχία, ενώ έτρεχαν στην συγκεκριμένη λωρίδα, να τους αγγίξει κάποιο κύμα στα παπούτσια, άρχιζαν να ουρλιάζουν λες και δεν επρόκειτο για νερό, αλλά για λάβα. Δεν θέλω να φανώ σε καμία περίπτωση ειρωνικός προς τους υπόλοιπους τουρίστες, αφού όλοι από την παρέα μου όταν κάναμε το απονενοημένο διάβημα να περάσουμε από το συγκεκριμένο σημείο τρέξαμε από την τρομάρα μας με ταχύτητα ικανή να καταρρίψει ολυμπιακά ρεκόρ. Η Δήμητρα, μάλιστα, που είχε την ατυχία να αγγιχτεί από ένα μικρό κύμα στη σόλα του παπουτσιού της, έκανε ένα μπλονζόν που θα ζήλευε και ο Νόιερ, για να αποφύγει περαιτέρω βρέξιμο.
Δεν ξέρω αν ήταν όντως τόσο επικίνδυνο το συγκεκριμένο σημείο, πάντως η θέα που μας πρόσφερε το πέρασμά του άξιζε τον κόπο. Τις μύτες των δύο βράχων που σίγουρα έχουμε δει σε κάποιο επεισόδιο του Game of Thrones έκοβε η ομίχλη, στο κομμάτι του βράχου που βρισκόταν πίσω μας puffins (στα ελληνικά για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο που δεν ταιριάζει καθόλου με την γλυκύτατη εμφάνισή τους λέγονται φρατέρκουλα) τάιζαν τα μικρά τους, ενώ η αμμουδιά ήταν γεμάτη με νεκρά καβούρια και ψάρια που έφερναν οι γλάροι από την θάλασσα για να τραφούν. Όσο παραμέναμε στο συγκεκριμένο σημείο, η ομίχλη άρχιζε να υποχωρεί, με αποτέλεσμα να μας χαρίσει τη μαγευτική θέα και της υπόλοιπης παραλίας.
(Η άλλη πλευρά της Μαύρης παραλίας)
Το Fjaðrárgljúfur canyon ήταν το πιο Άρχοντας-των-Δαχτυλιδιών τοπίο που συναντήσαμε στην Ισλανδία. Αν δεν γνωρίζαμε πως τα γυρίσματα της συγκεκριμένης τριλογίας είχαν γίνει στη Νέα Ζηλανδία, θα ήμασταν σίγουροι πως είχε γυριστεί εκεί. Πραγματικά, δεν έχω κάτι να προσθέσω στις παρακάτω φωτογραφίες ξεπατικωτούρες των περιοχών που περπάτησε ο Φρόντο και η υπόλοιπη Συντροφιά του Δαχτυλιδιού.
(Το Fjaðrárgljúfur canyon)
Λίγο πριν τις εννιά ξεκινήσαμε για το Þakgil, όπου θα διανυκτερεύαμε. Είχαμε να διανύσουμε περίπου ογδόντα χιλιόμετρα, τα δώδεκα τελευταία από τα οποία ήταν ό,τι πιο κοντινό ζήσαμε σε F-Road. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει (στην Ισλανδία τον Αύγουστο νυχτώνει στις έντεκα παρά, ενώ δεν σκοτεινιάζει ποτέ απόλυτα. Λίγο μετά τις τέσσερις ξημερώνει ξανά), όταν μπήκαμε στη τελευταία ντουζίνα χιλιομέτρων της διαδρομής. Η άσφαλτος μετατράπηκε μεμιάς σε κόκκινο χώμα. Το μέχρι πρότινος πράσινο των λιβαδιών σε ξεραμένη λάβα κι εμείς οδηγούσαμε το πολύ με τριάντα χιλιόμετρα. Όχι επειδή υπήρχε κάποιο σχετικό όριο ταχύτητας, αλλά γιατί δεν γνωρίζαμε αν τα λάστιχα του Corsa θα άντεχαν περισσότερο. Δεν υπήρχε ίχνος ζωής σε ακτίνα χιλιομέτρων. Και αν ήταν να εμφανιστεί κάτι ζωντανό, τις περισσότερες πιθανότητες συγκέντρωνε ένας δράκος. Παρακολουθούσαμε αποσβολωμένοι το σεληνιακό τοπίο, ώσπου στη μέση περίπου της διαδρομής, ο Στέφανος κοκάλωσε απότομα το αυτοκίνητο. Στα δεξιά μας ήταν ένα γκρεμός από τον οποίο φαινόταν ένας τεράστιος υγρός όγκος που χανόταν ανάμεσα σε βουνά. Βγήκαμε από το αμάξι και πλησιάσαμε για να δούμε καλύτερα. Ο όγκος έμοιαζε στάσιμος με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να καταλάβουμε αν επρόκειτο για λάβα ή νερό. Μείναμε να τον κοιτάμε με δέος, όπως την λίμνη λάβας που συναντήσαμε στο Fagradalsfjall. Συνεχίσαμε τη διαδρομή αμίλητοι. Κατεβάσαμε τα παράθυρα για να ρουφήξουμε την αύρα του τοπίου και κοιτούσαμε χωρίς καν να τραβάμε φωτογραφίες. Ξέραμε πως ό,τι βλέπαμε ήταν τόσο απέραντο και εξωγήινο που δεν θα μπορούσε να αποδοθεί ικανοποιητικά σε μια οθόνη. Για είκοσι ακόμα λεπτά, το μόνο που μας συνέδεε με την πραγματικότητα ήταν ο ήχος που έκαναν τα λάστιχα του Corsa καθώς μάρσαραν πάνω σε χαλίκια.
(Στον δρόμο για το Þakgil)
Το Þakgil ήταν ένα ξέφωτο σε μέγεθος μικρότερο από ενός γηπέδου ποδοσφαίρου, στην μέση του πουθενά, το οποίο περιβάλλονταν από καταπράσινους λόφους. Με τον υπόλοιπο κόσμο το συνέδεε το κάτι σαν δρόμος που είχαμε ακολουθήσει την προηγούμενη ώρα και ένα μικρό φαράγγι στα πρότυπα του Fjaðrárgljúfur canyon από την άλλη πλευρά. Κοινώς, αν όλος ο υπόλοιπος πλανήτης καταστρέφονταν, εμείς θα ήμασταν οι τελευταίοι που θα το μαθαίναμε και ίσως οι μόνοι που θα επιζούσαμε. Στο ξέφωτο, τουρίστες και ντόπιοι έκαναν camping είτε σε σκηνές είτε σε τροχόσπιτα, ενώ υπήρχαν και μια ντουζίνα ξύλινα σπιτάκια, που με δυσκολία διακρίνονταν μέσα στην ομίχλη, ένα εκ των οποίων θα μας φιλοξενούσε εκείνο το βράδυ. Πήραμε τα απαραίτητα από το αυτοκίνητο, τοποθετήσαμε τέσσερις καρέκλες μπροστά από το σπιτάκι και πίναμε εναλλάξ τσίπουρο από ένα πλαστικό μπουκάλι που είχαμε φέρει από την Αθήνα. Σε κάθε γουλιά αναρωτιόμασταν φωναχτά, αν όλα όσα είχαμε δει μέχρι τότε ήταν όντως αληθινά.
(Το Þakgil)
Μέρα 5η, Skaftafellsjökull- Jökulsárlón-Diamond Beach-East Fjords: H θάλασσα που ξεβράζει παγετώνα και η ακτή που «τραγουδούν» οι κύκνοι
Η τελευταία μέρα του πρώτου μισού του ταξιδιού ξεκίνησε με μια επίσκεψη στο Skaftafellsjökull, τον δεύτερο παγετώνα που θα βλέπαμε στην παραμονή μας στην Ισλανδία. Ήταν ή έστω έδειχνε ότι ήταν πολύ μεγαλύτερος από τον Sólheimajökull. Έμοιαζε με μια πελώρια φέτα πάγου που ξεπηδούσε μέσα από τα βουνά που αν κατάφερνες να ανέβεις πάνω του και να τον διασχίσεις θα σε οδηγούσε κάπου beyond the wall.
(Ο Sólheimajökull)
Στη συνέχεια οδηγήσαμε μέχρι το Jökulsárlón. Εκεί υπάρχει ένας ακόμη παγετώνας, που καθώς λιώνει, τα κομμάτια του ξεβράζονται στις απέναντι ακτές. Ανάμεσα τους κολυμπούν φώκιες, τις οποίες μπορεί κανείς να δει από κοντά, χάρη σε ένα αμφίβιο τουριστικό όχημα που κυκλοφορεί στην περιοχή. Στην ουσία πρόκειται για μια βάρκα με ρόδες, η οποία παίρνει τους τουρίστες από την στεριά και στη συνέχεια τους κάνει βόλτα πλάι στα κομμάτια πάγου. Αφού χαζέψαμε τις φώκιες, πήγαμε στην πλαϊνή παραλία, την γνωστή στην περιοχή ως Diamond beach στην οποία ξεβράζονταν τα περισσότερα κομμάτια του παγετώνα. Το όνομά της μόνο τυχαίο δεν είναι, αφού τα κομμάτια που φτάνουν εκεί μοιάζουν με πολύτιμα κρύσταλλα που έχει σμιλέψει ανθρώπινο χέρι.
(Η Diamond beach)
Η μεταφυσική εμπειρία του ισλανδικού νότου, μετά από ηφαίστεια, παγετώνες και σεληνιακά τοπία θα ολοκληρωνόταν με τα φιόρδ που ξεκινούν από τα νοτιοανατολικά της χώρας και καταλαμβάνουν σχεδόν όλη την ανατολική πλευρά. Πρόκειται για μακρόστενες λωρίδες θάλασσας που μοιάζουν με πλημμυρισμένα φαράγγια και σχηματίστηκαν μετά την τελευταία εποχή των παγετώνων. Πλάι τους είναι χτισμένα ψαροχώρια, τα οποία αποτελούν τη βασικότερη μορφή οικισμού στη χώρα, που με βία φτάνουν τους χίλιους κατοίκους. Τα σπίτια τους είναι πολύχρωμα, ενώ πάντα διαθέτουν και μια προτεσταντική εκκλησία που είναι πιο όμορφη από αυτή του προηγούμενου χωριού.
Μιας και αναφέρθηκα, στα ψαροχώρια, αξίζει να πούμε πως η Ισλανδία είναι μια από τις πιο αραιοκατοικημένες χώρες της Ευρώπης. Έχει συνολικά 320.000 κατοίκους εκ των οποίων οι 223.000 μένουν στην ευρύτερη περιοχή του Reykjavík. Σκεφτείτε πως το Akureyri και το Reykjanesbær, η δεύτερη και η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της χώρας αντίστοιχα, έχουν η κάθε μία μόλις 19.000 άτομα πληθυσμό. Οπότε οι περίπου 60.000 Ισλανδοί που απομένουν κατοικούν διάσπαρτοι σε μικρά ψαροχώρια, μιας και η ενδοχώρα είναι σχεδόν ακατοίκητη. Στη διάρκεια του Ring Road συναντήσαμε επίσης εκατοντάδες μεμονωμένα σπίτια στη μέση κάποιου απέραντου λιβαδιού, που ο κοντινότερος τους γείτονας κατοικούσε στην καλύτερη τέσσερα πέντε χιλιόμετρα μακριά.
Η online έρευνα που είχαμε κάνει για την Ισλανδία πριν την επισκεφτούμε έλεγε πως η αραιοκατοίκηση έχει ως αποτέλεσμα οι Ισλανδοί να είναι αρκετά ντροπαλοί. Γεγονός που επιβεβαιώθηκε στο ταξίδι μας, αφού από τα πέντε έξι διαφορετικά σπίτια στα οποία μείναμε γνωρίσαμε την ιδιοκτήτρια μόνο τους ενός και αυτήν μάλλον κατά τύχη. Είχαμε φτάσει ακριβώς στην ώρα του check in και είχε μόλις τελειώσει το καθάρισμα, με αποτέλεσμα να την συναντήσουμε μόλις έβγαινε από το σπίτι. Στα υπόλοιπα βρήκαμε το κλειδί σε κάποια θυρίδα που μας είχαν υποδείξει μέσω μέιλ.
(Οι κύκνοι στα ανατολικά φιόρδ)
Επιστρέφοντας στα ανατολικά φιόρδ και συγκεκριμένα στο Djupivogur, κι αφού περάσαμε από ένα σημείο με χιλιάδες κύκνους πλάι στην ακτή σαν αυτά που δείχνει ο David Attenborough στις εκπομπές του, όπου μαζεύονται χιλιάδες άτομα από κάποιο είδος προκειμένου να ζευγαρώσουν ή να κάνουν τα αυγά τους, διανυκτερεύσαμε σε ένα hostel. Ούτε στο hostel συναντήσαμε receptionist ή ιδιοκτήτη. To δωμάτιό μας το βρήκαμε χάρη σε ένα post it που ήταν κολλημένο σε μια πόρτα και μας καλωσόριζε χρησιμοποιώντας το όνομα που είχαμε κάνει για την κράτηση. Παρ’ όλο όμως, που δεν γνωρίσαμε ούτε σε αυτό ούτε σε (σχεδόν) κανένα άλλο κατάλυμα κάποιον ιδιοκτήτη, στις κριτικές που μας έκαναν στις πλατφόρμες που κλείναμε τα σπίτια και τα δωμάτια, έγραφαν όλοι ότι μας βρήκαν πολύ συμπαθείς και ευγενικούς.
(Hostel στο Djupivogur)
Μέρα 6η, Vopnafjörður- Egilsstaðir -Leirhnjúkur: Από τα ψαροχώρια των φιόρδ στη γη που κοχλάζει
(Κάπου στα αντολικά φιόρδ)
Τα χωριά που βρίσκονται πάνω στα φιόρδ έχουν την κατάληξη «-fjörður», που σημαίνει «φιόρδ» και το «ð» διαβάζεται κάτι ανάμεσα σε «d» και «δ». Στην πορεία μας προς τον βορρά περάσαμε από κάμποσα από αυτά, στα οποία σταματούσαμε για φωτογραφίες μιας και ο καιρός πλέον είχε σταθεροποιηθεί και ήταν ηλιόλουστος (τις πρώτες πέντε μέρες ίσχυσε απόλυτα το «αν δεν σου αρέσει ο καιρός στην Ισλανδία, κάνε υπομονή πέντε λεπτά», αφού η βροχή, η συννεφιά και ο ήλιος εναλλάσσονταν συνεχώς). Η διαδρομή από το Egilsstaðir, κωμόπολη στην οποία σταματήσαμε για ανεφοδιασμό μέχρι το ηφαίστειο Leirhnjúkur που θα κάναμε την επόμενή μας στάση, ήταν 167 χιλιόμετρα. Η κούραση είχε αρχίσει να μας καταβάλει (καθημερινά ήμασταν τουλάχιστον δώδεκα δεκατρείς ώρες εκτός σπιτιού για να προλάβουμε να απολαύσουμε όσο περιγράφω μέχρι τώρα) και αφού παρέδωσα το τιμόνι στον Στέφανο άρχισα να κρατάω σημειώσεις από μικρά πράγματα (πέρα από τα παραπάνω) που είχαμε συναντήσει/ζήσει/μάθει μέχρι εκείνη τη στιγμή.
(Κάπου στα αντολικά φιόρδ)
Πράγματα, όπως:
-σε κανένα από τα καταλύματά μας δεν υπήρχαν σεντόνια. Τα στρώματα των κρεβατιών ήταν καλυμμένα με κάτι που έμοιαζε με το κάλυμμα που βάζουμε στα παπλώματα. Επίσης, δεν συναντήσαμε διπλά κρεβάτια. Κάθε «διπλό» κρεβάτι αποτελούνταν από δύο μονά ενωμένα, τα οποία διέθεταν επίσης μονά παπλώματα.
-στην Ισλανδία είδαμε για πρώτη φορά ολόκληρο ουράνιο τόξο. Η απεραντοσύνη της χώρας είναι τέτοια που κάποια στιγμή μπορέσαμε να βλέπουμε ταυτόχρονα τόσο τις δύο άκρες του όσο και το υπόλοιπο σώμα του.
-ο ανοιχτός ορίζοντας μας έδωσε την ευκαιρία να βλέπουμε τη βροχή καθώς έπεφτε από τα σύννεφα σε περιοχές που βρίσκονταν δεκάδες χιλιόμετρα μακριά μας.
-συναντήσαμε κάμποσους τουρίστες που διασχίζουν την χώρα με ωτοστόπ (πραγματικά hardcore τρόπος για να γυρίσεις την Ισλανδία).
-τα suv για τους Ισλανδούς είναι κάτι σαν τα αυτοκίνητα πόλης (aygo, micra, κτλ) για εμάς. Ο Ισλανδός που σέβεται τον εαυτό του έχει από τζιπ μέχρι monster truck.
-βρίσκαμε συνεχώς νεκρά πουλιά στους δρόμους, τα οποία σκότωναν άθελά τους οι διερχόμενοι οδηγοί. Πολλά από αυτά πετούν υπερβολικά χαμηλά, για αυτό και υπάρχει ειδική σχετική οδική σήμανση.
-τα πρόβατα είναι πιο επικίνδυνα από τα πουλιά, καθώς μπορεί να βόσκουν το γρασίδι πλάι στην άσφαλτο, έχοντας όμως το σώμα τους μέσα στο δρόμο.
-οι σκύλοι και οι γάτες που συναντήσαμε στην χώρα δεν έφταναν ούτε στο 1% τον αριθμό των προβάτων και των αλόγων.
-δεν υπάρχουν σχεδόν πουθενά τουαλέτες. Επίσης είναι σχεδόν αδύνατον να κάνεις την ανάγκη σου στην φύση, αφού στο 95% της χώρας δεν υπάρχουν δέντρα. Οπότε δεν υπάρχει κάτι για να κρυφτείς από πίσω του. Κάποιες τουαλέτες που υπάρχουν σε τουριστικά μέρη μπορούσες να τις χρησιμοποιήσεις έναντι 1,5-2 ευρώ.
-εξίσου αραιά συναντάς και βενζινάδικα, τα οποία είναι σχεδόν όλα self service. Έτσι στην Ισλανδία μάθαμε να βάζουμε και βενζίνη.
-η Ισλανδία έχει πάνω από είκοσι μεγάλα ενεργά ηφαίστεια.
-κατά περιόδους σχεδόν κάθε σπιθαμή της Ισλανδίας έχει σκεπαστεί από λάβα. Οι εναλλαγές στα τοπία έχουν να κάνουν με το πότε κάθε ένα από αυτά ήρθε για τελευταία φορά σε επαφή μαζί της.
-στις εισόδους των πόλεων υπάρχουν ηλεκτρονικοί πίνακες που γράφουν την ταχύτητα με την οποία οδηγάς. Αν είσαι πάνω από το όριο (συνήθως τα 30 χλμ/ώρα) αναβοσβήνουν μέχρι να πέσεις κάτω από αυτό και στη συνέχεια σε ανταμείβουν με ένα χαμογελαστό emoji.
-οι διακόπτες των φώτων είναι από την μέσα πλευρά των δωματίων.
-σε πολλά χωράφια υπήρχαν δεμάτια με σιτηρά καλυμμένα με λευκό ύφασμα που έκαναν το τοπίο ακόμα πιο απόκοσμο.
(Τα δεμάτια)
-το Reykjavík έχει περισσότερους κυκλικούς κόμβους από όσους έχει όλη η Ελλάδα μαζί.
-είναι ανυπέρβλητα δύσκολα να μιλήσεις/γράψεις για τα τοπία της Ισλανδίας και να μην φέρεις στην κουβέντα τον Τόλκιν, τον Μάρτιν, τον Νόλαν ή έστω τον Μπομπ Ρος.
-πάρα πολλές φορές κατά τη διάρκεια του ταξιδιού σκεφτήκαμε αυτό που αναφέρει συχνά η Γεωγραφία είναι πολύ κουλ: Είναι σίγουρα νόμιμη η ομορφιά της Ισλανδίας;
(Ρήγμα πλάι στο Leirhnjúkur)
Mε αυτά και με αυτά φτάσαμε στο Leirhnjúkur. Βασικά, κάναμε μια στάση ένα περίπου χιλιόμετρο πριν το ηφαίστειο, όπου υπήρχε ένα γεωθερμικό εργοστάσιο, το οποίο αντλεί ενέργεια από λιωμένα πετρώματα και παράγει ηλεκτρική ενέργεια. Ένα εργοστάσιο που έμοιαζε να έχει εγκατασταθεί εκεί φορετό από τον ουρανό όπως συμβαίνει στα strategy video games. Αφού πήραμε πληροφορίες για τη λειτουργία του και αξιοποιήσαμε την τουαλέτα του (μην κοροϊδευόμαστε, αυτός ήταν ο βασικός σκοπός της στάσης μας), χαθήκαμε στα lava fiels του Leirhnjúkur, τα οποία βρωμούσαν αυγουλίλα εξαιτίας των αερίων που αναδύονται στις ηφαιστιογενείς περιοχές και έχουν ως βάση τους το θείο. Περάσαμε ανάμεσα από λίμνες που το νερό κόχλαζε, αφού πλησίαζε τους 200 °C, από κατάμαυρα κομμάτια γης που έμοιαζαν λες και είχαν μόλις καεί από την φωτιά που ξέρασε κάποιος περιπλανώμενος δράκος, από σημεία με πετρώματα σχεδόν σε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου, από κρατήρες που περιμένουν στωικά το μάγμα να φτάσει στον ουρανίσκο τους για να το ξεράσουν με μανία. Το Leirhnjúkur έμοιαζε με ένα τεράστιο καζάνι που βράζει και κανείς δεν θα ήθελε να είναι κοντά σου όταν θα εκραγεί.
(Η γη που κοχλάζει στο Leirhnjúkur)
(Lava fields)
Το βράδυ μας βρήκε στο Akureyri, στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ισλανδίας, της οποίας τα φανάρια στη θέση του κόκκινου είχαν μια κόκκινη καρδιά. Εκεί θα μέναμε τρία βράδια για να εξερευνήσουμε τον ισλανδικό βορρά. Το ταξίδι μας στον βορρά θα ξεκινούσε, το επόμενο πρωί, με ένα τεράστιο τικ πλάι στον δεύτερο στόχο που είχαμε βάλει από την Αθήνα για το ταξίδι μας στην Ισλανδία: να βλέπαμε φάλαινες από κοντά.
Μέρα 7η και 8η, Húsavík-Λίμνη Mývatn- Akureyri: Πίνοντας ζεστή σοκολάτα παρέα με τις φάλαινες
Το Húsavík είναι ένα ψαροχώρι δυόμιση περίπου χιλιάδων κατοίκων που εκτός από τους ψαράδες του φημίζεται και για τις βαρκάδες που οργανώνουν τα ταξιδιωτικά πρακτορεία του προκειμένου να δείξουν φάλαινες στους τουρίστες. Κάθε πρωί γύρω στις εννιά ξεκινούν κάμποσα καράβια για τα όρια του κόλπου του, όπου έρχονται το καλοκαίρι οι φάλαινες για να τραφούν. Σε ένα από αυτά τα καράβια βρεθήκαμε την έβδομη μέρα της παραμονής μας στην Ισλανδία φορώντας τα πιο ζεστά ρούχα που είχαμε στις βαλίτσες μας.
(Το καράβι που πήραμε από το Húsavík για να δούμε φάλαινες)
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ένας ντόπιος από το πλήρωμα μάς έκανε με ένα μικρόφωνο την ξενάγηση. Μας μίλησε για το puffin island, έναν πεπλατυσμένο βράχο στα ανατολικά του κόλπου, πάνω στον οποίο υπάρχουν ανά πάσα στιγμή χιλιάδες puffins, για τα δελφίνια και τις φάλαινες που ήταν πολύ πιθανό να δούμε στη συνέχεια (σύμφωνα με το google η συγκεκριμένη πιθανότητα τους καλοκαιρινούς μήνες πλησιάζει το 95%), ενώ μας είπε πως μόλις εντόπιζε κάτι από τα δύο θα μας το ειδοποιούσε λέγοντάς μας σε ποιο σημείο του ρολογιού το έβλεπε, αν υποθέταμε πως το καράβι ήταν ένα πελώριο ρολόι με την πλώρη του καρφωμένη στις δώδεκα η ώρα.
Λίγα λεπτά αργότερα στο σημείο όπου θα έδειχνε ο μεγάλος δείκτης του ρολογιού προκειμένου να συμβολίσει το «δύο» εμφανίστηκαν τρία ζευγάρια δελφινιών που αναπηδούσαν από το νερό σαν σε πρόγραμμα συγχρονισμένης κολύμβησης. Όπως μας πληροφόρησε ο ξεναγός τα ζευγάρια αυτά αποτελούσαν μανάδες με τα μικρά τους. Τα απολαύσαμε και βγάλαμε τις απαραίτητες φωτογραφίες, ενώ λίγο κάτω από την επιφάνεια του νερού περνούσαν συχνά μέδουσες. Όσο εντυπωσιακά, όμως, και να ήταν τα δελφίνια και τα κόλπα τους, εμείς δεν είχαμε μπει στο συγκεκριμένο καράβι, για να δούμε μόνο δελφίνια. Βασικός στόχων όλων όσων βρισκόμασταν εκεί εκείνη τη στιγμή ήταν να δούμε φάλαινες.
Τα καράβια που ξανοίγονταν στον κόλπο για αυτό το σκοπό επικοινωνούσαν μεταξύ τους με ασυρμάτους. Έτσι λίγο αργότερα ο ξεναγός μάς ενημέρωσε πως είχε πληροφόρηση ότι βρισκόμασταν πολύ κοντά σε «wild life» (sic) και να έχουμε καρφωμένο το βλέμμα μας στο «εννιά». Όντως, λίγα λεπτά αργότερα στο συγκεκριμένο σημείο μετά από ένα απόκοσμο «φρρρρ» ξεπήδησε ένα πίδακας νερού από μια μαυρόασπρη ράχη που ξεπρόβαλε λίγα εκατοστά πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ο καπετάνιος έριξε ταχύτητα, ο ξεναγός χαμήλωσε την ένταση του μικροφώνου και το καράβι πλησίασε κι άλλο. Όλο το πλοίο βρέθηκε γύρω από το «εννιά» (ακόμα και τώρα απορώ πως δεν μπάταρε από το βάρος) με κινητά και φωτογραφικές στα χέρια. O David, η φάλαινα που οι ντόπιοι της είχαν δώσει το συγκεκριμένο όνομα προς τιμή του Attenborough, έβγαλε ξανά της ράχη της για λίγα δευτερόλεπτα έξω από το νερό για να πάρε λίγες ανάσες. Όσο στο δέρμα του λαμπύριζε ο πρωινός ισλανδικός ήλιος, από την πλευρά μας ακούγονταν μόνο επιφωνήματα και κλικς φωτογραφικών. Ο David επανέλαβε την ίδια κίνηση τέσσερις πέντε φορές, μέχρι που ο ξεναγός μάς είπε κάτι του τύπου «ετοιμαστείτε». Τότε η φάλαινα αφού εμφανίστηκε ξανά και πήρε μία ακόμα ανάσα, μας χάρισε μια χορταστική θέα της ουράς της πριν χαθεί με μια κατακόρυφη βουτιά στα βάθη του κόλπου.
Ο ξεναγός μάς ενημέρωσε πως όταν οι φάλαινες κάνουν την συγκεκριμένη βουτιά σημαίνει πως έχουν πάρει τον αέρα που χρειάζονται για κάμποση ώρα και κάνουν τουλάχιστον σαράντα λεπτά πριν εμφανιστούν ξανά στην επιφάνεια, επομένως δεν υπήρχε κανένας λόγος να μείνουμε άλλο στο συγκεκριμένο σημείο. Όσον αφορά στο πώς οι ντόπιοι ξεχωρίζουν τον «David» από τις υπόλοιπες φάλαινες, αυτό έχει να κάνει με κάποια λευκά και κόκκινα στίγματα που έχουν τα συγκεκριμένα θηλαστικά στις ουρές τους που τις καθιστούν μοναδικές, όπως εμάς τα δαχτυλικά αποτυπώματα.
(O David)
Μία ώρα αργότερα σε διαφορετικό σημείο του κόλπου και πριν πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής, ο David έκανε ξανά την εμφάνισή του τόσο κοντά στο καράβι μας με αποτέλεσμα να μας πιάσει απροετοίμαστους και τα αυθόρμητα «ωωωωωω» να είναι πολύ περισσότερα από τα κλικς. Με το στόχο όλων (πληρώματος και τουριστών) να έχει επιτευχθεί, ο ξεναγός μοίρασε σε όλους από μια κούπα αχνιστής σοκολάτας και ένα cinnamon roll. Με δεδομένο το κρύο πάνω στο καράβι, τη λαχτάρα (που κρατούσε από την Αθήνα) να δούμε φάλαινες και τα κάμποσα ενσταντανέ που μας χάρισε ο David, η συγκεκριμένη σοκολάτα ήταν η πιο νόστιμη που είχαμε γευτεί στη ζωή μας.
Αφού βγήκαμε στη στεριά, πήραμε έναν γρήγορο υπνάκο κάτω από τον μεσημεριανό ήλιο του Húsavík σε μια ξύλινη προβλήτα του λιμανιού. Η συνέχεια μάς βρήκε να χοροπηδάμε πάνω σε ένα γιγαντιαίο πολύχρωμο τραμπολίνο (υπάρχουν σε διάφορα ισλανδικά πάρκα) και να προμηθευόμαστε μια φιάλη Brenivin (ή αλλιώς σύμφωνα με τους ντόπιους Black Death), το ντόπιο ισλανδικό ποτό που μοιάζει με τζιν, έχει 37,5% αλκοόλ και για κάποιο λόγο που δεν μάθαμε δεν εξάγεται εκτός χώρας.
(Η λίμνη Mývatn)
Στη λίμνη Mývatn, περάσαμε τον περισσότερο χρόνο της έβδομης και της όγδοης μέρας του ταξιδιού. Μπορεί το ταξίδι μέχρι εκείνη τη στιγμή να ήταν μαγικό, ωστόσο δεν είχαμε ακόμα πολλές δυνάμεις ώστε να συνεχίσουμε στον ισλανδικό βορρά με τον ίδιο ρυθμό που το κάναμε στον ισλανδικό νότο. Έτσι και αλλιώς η λίμνη ξεδιπλωνόταν σε μια απόσταση τριανταεφτά τετραγωνικών χιλιομέτρων γύρω και μέσα στα οποία υπήρχαν δεκάδες πράγματα που άξιζε να επισκεφτούμε. Τις επόμενες ώρες, πήγαμε στην Grjótagjá την μικροσκοπική σπηλιά που φιλήθηκε η Ygritte με τον Jon Snow στο GoT, στο Ásbyrgi Canyon, όπου ήταν (σχεδόν) το μοναδικό μέρος στη χώρα που είδαμε δέντρα και γενικά βλάστηση που ξεπερνούσε το μισό μέτρο, στο Hverfall (ένα ακόμα ηφαιστειακό κρατήρα με lava fields), στο Dimmuborgir -από όπου έχει πάρει το όνομά της η ομώνυμη black metal μπάντα- το οποίο αποτελείται από μαύρα βράχια που έχουν σχηματιστεί από λάβα και στους ψευδοκρατήρες του Skútustaðagígar. Οι ψευδοκρατήρες μοιάζουν εμφανισιακά στους κρατήρες, χωρίς ωστόσο από μέσα τους να έχει ξεχυθεί ποτέ λάβα. Όταν η καυτή λάβα περνά πάνω από μια υγρή επιφάνεια όπως η λίμνη Mývatn, τότε από διάφορα σημεία της πετάγονται ατμοί με μεγάλη πίεση. Τα σημεία που γίνονται αυτές οι εκρήξεις ατμών μετατρέπονται στη συνέχεια σε ψευδοκρατήρες.
Το τελευταίο μας βράδυ στο Akureyri, το περάσαμε στην καντίνα του Moe, μια καντίνα με street food στο κέντρο της πόλης. Εκεί, όσο από πάνω μας πετούσαν γλάροι, απολαύσαμε νόστιμα ισλανδικά fish and chips έναντι δεκαπέντε περίπου ευρώ η μερίδα (αυτή είναι περίπου η μέση τιμή που θα τα βρείτε παντού στη χώρα).
Μέρα 9η, Siglufjörður-Hvammstangi-Illugastaðir: Aπό το βορειότερο χωριό της Ισλανδίας στην ακτή με τις φώκιες
Με τους περισσότερους στόχους που είχαμε θέσει από την Αθήνα να έχουν επιτευχθεί (όχι δεν φάγαμε «σάπιο» καρχαρία -ένα παραδοσιακό ισλανδικό πιάτο με καρχαρία ο οποίος έχει υποστεί κάποιου είδους ζύμωση και μυρίζει έντονα αμμωνία-, γιατί τα εστιατόρια είναι απλησίαστα και επίσης με όσους το συζητήσαμε μας είπαν πως είναι αρκετά αηδιαστικός), το ταξίδι μας έφτανε προς το τέλος του. Μαζέψαμε τα πράγματα μας από το Akureyri και κατευθυνθήκαμε προς το Siglufjörður, το βορειότερο χωριό της Ισλανδίας.
(To πιο βόρειο χωριό της Ισλανδίας)
Για να φτάσουμε στο συγκεκριμένο χωριό περάσαμε μέσα από μερικά τούνελ διπλής κυκλοφορίας τα οποία όμως διέθεταν μόνο μία λωρίδα. Τι κάνουν, λοιπόν, οι Ισλανδοί για να αποφευχθεί οποιαδήποτε πιθανή σύγκρουση σε περίπτωση που έρχονται ταυτόχρονα δύο οχήματα από αντίθετες κατευθύνσεις; Κάθε περίπου ένα χιλιόμετρο του τούνελ έχουν δημιουργήσει από ένα meeting point. Πρόκειται για μικρές εσοχές στα δεξιά ή στα αριστερά του τούνελ στις οποίες υπάρχει χώρος για να σταθμεύσουν δύο αυτοκίνητα. Έτσι αν δεις να έρχεται ένα αυτοκίνητο από την αντίθετη κατεύθυνση, μπαίνεις στο meeting point μέχρι να περάσει και να συνεχίσεις ασφαλής την πορεία σου. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί πως σε όλη τη χώρα συναντάς μόνο μία φορά διόδια (στην είσοδο ενός αντίστοιχου με τα προαναφερθέντα τούνελ, λίγο έξω από το Akureyri), τα οποία μπορείς μάλιστα να αποφύγεις, πηγαίνοντας από έναν άλλο δρόμο που προσθέτει απλώς δώδεκα χιλιόμετρα στην αρχική σου διαδρομή. Γενικώς, το ισλανδικό οδικό δίκτυο βασίζεται στην οικονομία τόσο χρημάτων όσο και χώρου. Γεγονός που λογικά οφείλεται στον περιορισμένο πληθυσμό της χώρας και στο ότι το μπαμ με την ραγδαία αύξηση του τουρισμού έγινε μόλις μετά το 2009 και το σχετικό οικονομικό κραχ που προκάλεσε η κρίση. Παρ’ολη, όμως τη στενότητα, των δρόμων, δεν συναντήσαμε ποτέ κίνηση, ούτε νιώσαμε πως ένας πιο πλατύς δρόμος θα πετύχαινε κάτι, πέρα από το αλλοιώσει το τοπίο.
Στο Siglufjörður καθίσαμε στο εξωτερικό μιας καφετέριας και απολαύσαμε τον καυτό ισλανδικό ήλιο, αφού δεν ξέρεις πότε θα τον συναντήσεις ξανά. Στη συνέχεια θα ταξιδεύαμε προς την δύση και συγκεκριμένα το Illugastaðir με την ελπίδα να συναντήσουμε φώκιες. Την διανυκτέρευσή μας θα την κάναμε σε μια γειτονική κωμόπολη με το όνομα Hvammstangi.
Στην πορεία μας προς το Illugastaðir, ο καυτός ήλιος χάθηκε ανάμεσα σε σύννεφα και πηχτή ομίχλη. Τη διάθεσή μας, όμως, που σιγά σιγά έπεφτε από τον κακό καιρό, ανέβασαν οι ταμπέλες σε σχήμα φώκιας που έδειχναν πως βρισκόμασταν κοντά από την ακτή, όπου θα τις συναντούσαμε. Αφήσαμε το αυτοκίνητο σε ένα υπαίθριο πάρκινγκ και μετά από περίπου ένα χιλιόμετρο βρεθήκαμε σε μια ακτή σαν αυτές που θα μπορούσε να είχε κάνει τα πρώτα του μπάνια ο Theon Geyjoy στα Iron Islands. O ουρανός ήταν μουντός, ψιχάλιζε και τα λιγοστά εκατοστά χώματος πριν το νερό διέκοπταν βράχια που έμπαιναν στη θάλασσα. Βράχια και χώμα αποτελούσαν και τα βασικά συστατικά ενός λιλιπούτειου νησιού που είχε σχηματιστεί είκοσι μέτρα από την ακτή και πάνω του δύο φώκιες κουνούσαν ανάσκελα το κορμί τους λες και προσπαθούσαν να διώξουν από πάνω τους το θαλασσινό νερό για να στεγνώσουν. Εκτός από εμάς στην ακτή βρίσκονταν πέντε ακόμα τουρίστες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα κάποιες φώκιες που βρίσκονταν στο νερό, αφού έκαναν κωλοτούμπες ανάμεσα σε μας και το νησάκι, να πλησιάζουν διστακτικά προς το μέρος μας βγάζοντας πού και πού το κεφάλι τους από το νερό και ρίχνοντάς μας κλεφτές ματιές. Λες και τσέκαραν αν ήμασταν επικίνδυνοι πριν ξαπλώσουν στην ακτή μπροστά μας. Από ό,τι φαίνεται δεν τους γεμίσαμε το μάτι, μιας και συνέχισαν να μας περιεργάζονται πηγαίνοντας μπρος πίσω πριν χαθούν εντελώς από το οπτικό μας πεδίο. Στον γυρισμό προς το σπίτι, συναντήσαμε μια ντόπια αλεπού. Είχε πιο φουντωτή ουρά από τις δικές μας και αντί για πορτοκαλί ήταν μαύρη. Όπως μάθαμε στη συνέχεια, πρόκειται για την αρκτική αλεπού, η οποία αποτελεί το μοναδικό ιθαγενές θηλαστικό της χώρας.
(H αρκτική αλεπού)
Μέρα 10η, Reykjavík: Αποχαιρετισμός στην εξωγήινη εμπειρία της Ισλανδίας
Αν έπρεπε να αρκεστώ σε έναν μόνο χαρακτηρισμό για την Ισλανδία, αυτός θα ήταν εξωγήινη. Οι προηγούμενες μέρες μας χάρισαν τοπία που δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πως υπήρχαν στη Γη. Για αυτό και όσοι συγγραφείς σκηνοθέτες εμπνεύστηκαν από αυτά, τα τοποθέτησαν σε άλλους πλανήτες και σε «φανταστικούς» κόσμους.
Στον δρόμο της επιστροφής προς το Reykjavík, πριν πάρουμε το επόμενο πρωί το αεροπλάνο για Κοπεγχάγη και από εκεί για Αθήνα, τσεκάραμε ξανά τη λίστα με τους στόχους που είχαμε φτιάξει για το ταξίδι μας στην Ισλανδία. Πέρα από τον «σάπιο» καρχαρία, δεν καταφέραμε να δούμε θερμοπίδακες, μιας και μια περιοχή που επισκεφτήκαμε την τελευταία μέρα του ταξιδιού για αυτό το σκοπό ήταν κλειστή λόγω έργων. Σε όλα τα υπόλοιπα βάλαμε ένα μεγάλο τικ (σε λίγη ώρα θα τρώγαμε μια τοπική σούπα), ενώ είχαμε δει/κάνει και πράγματα τα οποία δεν γνωρίζαμε καν και προέκυψαν στην πορεία.
Την τελευταία μας μέρα, την περάσαμε στο Reykjavík. Μετά από μια βόλτα στους χρωματιστούς δρόμους του και στο παλιό λιμάνι καθίσαμε σε ένα εστιατόριο με τοπικό street food. Παραγγείλαμε fish and chips και αστακόσουπα που μας ζέστανε την ψυχή, καθώς η θερμοκρασία στην πόλη, παρότι πολλοί Ισλανδοί φορούσαν κοντομάνικα, ήταν γύρω στους δέκα βαθμούς.
Το τελευταίο μέρος που θα επισκεπτόμασταν στην χώρα πριν φτιάξουμε τα πράγματά μας για την επιστροφή στην Αθήνα ήταν ο φάρος της πόλης. Βρίσκεται τέσσερα χιλιόμετρα έξω από το κέντρο του Reykjavík και εκεί μαζεύονται ντόπιοι και τουρίστες για να παρακολουθήσουν το ηλιοβασίλεμα. Δευτερόλεπτα πριν τις δέκα και εικοσιέξι, όταν σύμφωνα με το google θα γινόταν η δύση προλάβαμε και βάλαμε το Corsa σε μια κάθετη στη θάλασσα, στην οποία χανόταν ο ήλιος, θέση parking. Η Αθανασία έβγαλε από την τσάντα της την φιάλη με το Brennivin και όσο ο ουρανός μπροστά μας γινόταν μωβ, το αλκοόλ έκαιγε γλυκά τους ουρανίσκους μας.
*Τα τοπωνύμια της χώρας είναι γραμμένα στο ισλανδικό αλφάβητο, τόσο γιατί είναι δύσκολη η μεταγραφή τους στο ελληνικό ή στο αγγλικό, αλλά και για να διατηρηθεί η μαγεία του ταξιδιού.
**Η έκταση του Ring Road είναι 1.322 χιλιόμετρα. Παρ΄ όλα αυτά, ο γύρος της χώρας μάς πήρε πάνω από 3.000 χιλιόμετρα, καθώς χρειάστηκε αρκετές φορές να κάνουμε μπρος πίσω προκειμένου να δούμε κάποιο αξιοθέατο μιας και τα καταλύμματά μας δεν βρίσκονταν πάντα πάνω στον Ring Road, ενώ επισκεφτήκαμε και μέρη εκτός της συγκεκριμένης διαδρομής.
Φωτογραφίες: Γιώργος Μυλωνάς, Αθανασία Βασίλα, Στέφανος Μιχαλάκος