Από τις ερειπωμένες πόλεις του αρχαίου πολιτισμού των Μάγια, στην πολιτεία Τσιάπας στο Μεξικό μέσα από τη ζούγκλα του Πετέν της Γουατεμάλας.
Το πρωί στις 5, φεύγω με λεωφορείο για Γουατεμάλα από το Σαν Σαλβαδόρ. Μετά από πέντε ώρες πλησιάζουμε στην Πόλη της Γουατεμάλας. Η πρωτεύουσα της χώρας δεν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αποφασίζω να συνεχίσω για Antigua, μια από τις παλαιότερες και ομορφότερες πόλεις της Αμερικής.
H Antigua βρίσκεται σε υψόμετρο 1.500 μέτρων, ανάμεσα σε τρία ενεργά ηφαίστεια. Μια πόλη γεμάτη από αποικιακά κτίρια και πλακόστρωτους δρόμους που δεν έχασε την ταυτότητά της στο πέρασμα των αιώνων. Τα περισσότερα κτίρια χτίστηκαν τον 17ο και 18ο αιώνα, όταν η Antigua ήταν ακόμα μια πλούσια αποικιακή πόλη.
Μένω σ’ ένα μικρό hostel, αφήνω τα πράγματά μου και ξεχύνομαι στους δρόμους που είναι γεμάτοι με απογόνους των Μάγιας. Κατευθύνομαι στην κεντρική πλατεία περνώντας προηγουμένως από τη χαοτική πολύχρωμη και πάντα πολύβουη αγορά που βρίσκεται κοντά στο hostel που μένω. Ένα συνονθύλευμα κατοίκων της Antigua, τουριστών και κατοίκων από τα γύρω ορεινά χωριά που έρχονται στην πόλη για να πουλήσουν τις πραμάτειες τους, συνυπάρχουν αρμονικά.
Στην ανατολική πλευρά της πλατείας βρίσκεται εδώ και 600 χρόνια ο καθεδρικός ναός Santiago. Όλες οι εκκλησίες της Antigua είναι γνωστές για τον πλούσιο εσωτερικό τους μπαρόκ διάκοσμο που εξαιτίας των σεισμών που σημειώθηκαν σε διάφορες περιόδους, ένα μεγάλο μέρος τους έχει καταστραφεί. Στη βόρεια πλευρά βρίσκεται το δημαρχείο της πόλης, χτισμένο το 1743. Το κτίριο στεγάζει το Museo de Santiago με έπιπλα εποχής και παλιά όπλα και το Museo del Libro Antiguo με παλιά βιβλία.
Καθώς περπατώ στην πλατεία βλέπω ένα βιβλιοπωλείο που μου τράβηξε αμέσως την προσοχή. Μπαίνω μέσα και αισθάνομαι σαν να βρίσκομαι στη βιβλιοθήκη ενός κλασικού αστικού σπιτιού. Καθώς περιεργάζομαι τον χώρο, βλέπω στο βάθος μια υπέροχη αυλή με τραπεζάκια. Παίρνω ένα καφέ και κάθομαι για λίγη ώρα για να χαλαρώσω.
Συνεχίζω την ξενάγησή μου με τις ονομαστές εκκλησίες της πόλης. Η πιο επιβλητική απ’ όλες είναι η εκκλησία La Merced με την υπέροχη πρόσοψη σε στυλ μπαρόκ. Για να πάω στη συγκκριμένη εκκλησία, πρέπει να ακολουθήσω τον δρόμο Calle del Arco. Βγαίνω στον δρόμο κι εκεί η θέα μου κόβει την ανάσα. Στο βάθος διακρίνω το σύμβολο της Αντίγκουα, την «ινσταγκραμική» αψίδα Santa Catalina σε έντονο κίτρινο χρώμα με φόντο το ηφαίστειο Aqua να στέλνει τον καπνό ψηλά στον ουρανό σαν φουγάρο.
Την επόμενη μέρα το πρωί περιπλανιέμαι στους πλακόστρωτους δρόμους της Αντίγκουα. Είναι νωρίς και έχει ησυχία. Εντυπωσιάζομαι από τα χαμηλά χρωματιστά σπίτια με τα πολλά λουλούδια και τα διακοσμημένα μαρμάρινα γείσα των παραθύρων. Ακόμη και οι πέτρες στους πεζόδρομους είναι τοποθετημένες με τέτοιο τρόπο, ώστε να δίνουν την εικόνα ενός έργου τέχνης.
Την περίοδο του Πάσχα, που θεωρείται από τις μεγαλύτερες γιορτές του χρόνου, πλήθος τουριστών συρρέουν στην πόλη. Οι κάτοικοι της πόλης ρίχνουν χρωματιστά ροκανίδια στους δρόμους έτσι ώστε να φαίνονται από ψηλά σαν να έχουν τοποθετηθεί πολύχρωμα χαλιά. Τη Μεγάλη Παρασκευή, ένας νεαρός άνδρας που παριστάνει τον Χριστό, σέρνεται σ’ αυτούς τους δρόμους κουβαλώντας τον ξύλινο σταυρό, ενώ πίσω απ’ αυτόν, εκτυλίσσονται διάφορες σκηνές της Βίβλου.
Κατηφορίζω την Calle Oriente που φιλοξενεί πλήθος από μαγαζιά. Την επόμενη μέρα το πρωί φεύγω για μια από τις πιο όμορφες περιοχές της Γουατεμάλας: τα ορεινά χωριά της, στα κεντρικά υψίπεδα της Sierra de Los Cuchumatanes και Sierra de Chuacus που εκτείνονται βόρεια της Αντίγκουα και φτάνουν μέχρι το Μεξικό.
Ένα από τα ομορφότερα χωριά που επιλέγω να επισκεφθώ είναι το Chichicastenango στα 2.000 μ. Ο λόγος που έχω επιλέξει να επισκεφθώ το συγκεκριμένο χωριό είναι γιατί σήμερα είναι Πέμπτη και κάθε Πέμπτη και Κυριακή όλο το χωριό μετατρέπεται σε μια τεράστια υπαίθρια αγορά με πλήθος πωλητών που συγκεντρώνονται από τα γύρω χωριά, οι κάτοικοι των οποίων είναι απόγονοι των Μάγιας, της φυλής Kiche και οι οποίοι βέβαια διατηρούν στο ακέραιο τα έθιμά τους. Θεωρείται δε η μεγαλύτερη αγορά της Κεντρικής Αμερικής.
Αν και η μέρα σήμερα είναι βροχερή, δεν διστάζω να πάρω το μικρό λεωφορείο για να πάω στο Chichicastenango, τρεις ώρες περίπου διαδρομή από την Αντίγκουα. Η πρόσβαση δεν είναι και τόσο εύκολη, γιατί ο δρόμος είναι ανηφορικός και δαιδαλώδης περνώντας μέσα από φυτείες καφέ και καλλιέργειες αβοκάντο. Κάνουμε αρκετές στάσεις σε διάφορα χωριά. Μέχρι να φτάσουμε στον τελικό προορισμό μας, το λεωφορείο έχει ήδη γεμίσει με ντόπιους από διαφορετικά χωριά ντυμένοι όλους τους με τοπικές φορεσιές με έντονα χρώματα, κρατώντας βέβαια ο καθένας και ένα μπόγο.
Γουατεμάλα, απόγονοι των Μάγιας (photo: Γαβριήλ Χαλκίδης)
Μετά από μια ώρα φτάνουμε επιτέλους στο Chichicastenango. Κατεβαίνω από το λεωφορείο και ρίχνω μια ματιά γύρω μου. Η εικόνα που αντικρίζω με αφήνει άφωνο. Ένα χωριό περιτριγυρισμένο από καταπράσινα βουνά με στενά πλακόστρωτα δρομάκια και οι κόκκινες κεραμοσκεπές του χωριού να είναι τυλιγμένες στην ομίχλη. Κατευθύνομαι στην κεντρική πλατεία του χωριού. Εκεί βρίσκεται η 400 ετών εκκλησία Santo Thomas (1540) χτισμένη στην κορυφή ενός χαμηλού λόφου με 18 σκαλοπάτια που οδηγούν στην είσοδο του ναού. Κάθε σκαλοπάτι αντιστοιχεί σ’ ένα μήνα του ημερολογιακού έτους των Μάγια.
Θυμήθηκα τότε αυτό που μου είπε ένας ιθαγενής κάτοικος της περιοχής που καθόμασταν μαζί στο λεωφορείο, καθώς ερχόμασταν, το 98% των κατοίκων όλων αυτών των χωριών είναι αυτόχθονες Μάγια. Ακόμη και σήμερα οι θρησκευτικές τελετουργίες που γίνονται όλο τον χρόνο, στο αίθριο της εκκλησίας Santo Thomas, είναι συνέχεια των ίδιων τελετουργείων των Μάγια. Μπαίνω στην εκκλησία και μέχρι να βγω, το αίθριο και οι σκάλες έχουν γεμίσει με πάγκους, σκηνές και πλήθος ανθρώπων. Εδώ βρίσκεις τα πάντα. Από τρόφιμα, χειροτεχνήματα, λουλούδια, υφάσματα, ζώα μέχρι και καρυκεύματα, ενώ η έντονη μυρωδιά από κοπάλι (παραδοσιακό θυμίαμα) πλημυρίζει την ατμόσφαιρα. Περιφέρομαι για λίγη ώρα στους πολύβουους δρόμους, τρώω κάτι πρόχειρο για μεσημέρι και στη συνέχεια παίρνω το λεωφορείο της επιστροφής για την Αντίγκουα, καθώς το βράδυ ταξιδεύω για Τικάλ.
Μετά από ένα κουραστικό, ολονύκτιο ταξίδι 12 ωρών (500 χλμ.) από την Πόλη της Γουατεμάλας, φτάνω στην πόλη Flores (πλησιέστερη πόλη για Τικάλ). Έχει ήδη ξημερώσει. Η τροπική ζέστη, καθώς περνάει η ώρα, γίνεται αφόρητη. Κάνω ένα νους, αλλάζω ρούχα και φεύγω για Τικάλ μ’ ένα μικρό λεωφορείο. Το Τικάλ βρίσκεται στην καρδιά της ζούγκλας, 64 χλμ. από την πόλη Flores. Ήταν πρωτεύουσα ενός από τα ισχυρότερα βασίλεια των αρχαίων Μάγια και θεωρείται ο μεγαλύτερος αρχαιολογικός χώρος του προκολομβιανού πολιτισμού.
Καθώς πλησιάζουμε, διακρίνω από τις φυλλωσιές των δέντρων ceibas τις ψηλές πυραμίδες. Σε λίγα λεπτά βρίσκομαι στο κέντρο της μεγάλης πλατείας. Ανεβαίνω σε μια από τις δύο πυραμίδες και βλέπω από ψηλά στο απέραντο πράσινο να ξεχωρίζουν ερείπια από μισογκρεμισμένες πυραμίδες, βασιλικά ανάκτορα, κατοικίες, διοικητικά κτίρια. Μια πόλη φάντασμα που άλλοτε έσφυζε από ζωή.
Κατεβαίνω τις απότομες σκάλες της πυραμίδας και με τη βοήθεια των πινακίδων, κατευθύνομαι μέσα από τα στενά μονοπάτια της ζούγκλας σε άλλα ερείπια. Καθώς περπατώ, ακούω περιέργους ήχους από πουλιά. Σηκώνω το κεφάλι μου και βλέπω μέσα από τις φυλλωσιές των δέντρων παπαγάλους και κετζάλ. Τα κετζάλ είναι μια ομάδα πολύχρωμων πουλιών που ζουν στην Κεντρική Αμερική. Το χαρακτηριστικό τους είναι η πράσινη φουντωτή μεγάλη ουρά τους που οι βασιλιάδες τοποθετούσαν τα φτερά τους στο κεφάλι τους.
Το Τικάλ ήταν επίσης ένας τόπος που γινόταν πολλές θρησκευτικές τελετουργίες. Σπάνια οι Μάγια κατέφευγαν σε ανθρωποθυσίες, σε αντίθεση με τους Αζτέκους. Γύρω στον 10ο αιώνα η ζούγκλα αρχίζει να αγκαλιάζει όλες αυτές τις ανθρώπινες κατασκευές και να τις πνίγει η βλάστηση. Ο χρόνος σταμάτησε. Τα παλάτια και οι ναοί ερημώθηκαν. Πολλές θεωρίες προσπάθησαν να εξηγήσουν τους λόγους αφανισμού του πολιτισμού των Μάγιας. Πόλεμος, επιδημίες, κλιματική αλλαγή. Καμία θεωρία δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα να δώσει πειστικές απαντήσεις στο τι ακριβώς συνέβη.
Βγαίνοντας από τον αρχαιολογικό χώρο επισκέπτομαι τα δύο μουσεία. Το μουσείο Litico περιλαμβάνει μια αξιόλογη σειρά από σκαλισμένες πλάκες και μια τεράστια μακέτα του Τικάλ που δείχνει πώς ήταν την κλασική περίοδο 600-900 μ.Χ. Το δεύτερο μουσείο, αν και μικρότερο από το πρώτο, έχει μια αξιόλογη έκθεση κτερισμάτων που βρέθηκαν στον τάφο του μεγάλου βασιλιά μεταξύ των οποίων και η γνωστή νεκρική μάσκα από νεφρίτη. Αργά το απόγευμα, επιστρέφουμε στην πόλη. Όταν φτάσαμε, είχε ήδη βραδιάσει.
Στις 5:30 το πρωί φεύγω μ’ ένα παλιό λεωφορείο για Bethel. To Bethel είναι μια μικρή συνοριακή πόλη στη βόρεια Γουατεμάλα, που βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Usumacinta, σχεδόν απέναντι από την μικρή πόλη Frontera Corozal, στην πολιτεία Chiapas στο Μεξικό. Φτάνοντας στον σταθμό για να πάρω το λεωφορείο, διακρίνω μια έντονη κινητικότητα και πολύ φασαρία. Κοντοστέκομαι για λίγο, καθώς αντικρίζω μια τεράστια αλάνα με παλιά λεωφορεία, με τον οδηγό του κάθε λεωφορείου να φωνάζει την πόλη προορισμού του και τους επιβάτες με τις τοπικές τους φορεσιές να τρέχουν αλλόφρονες με καλάθια και μπόγους για να βρουν το λεωφορείο που ήθελαν να ταξιδέψουν. Μια απίστευτη εικόνα χρωμάτων και ήχων.
Μέσα σ’ αυτό το αλαλούμ προσπαθώ να βρω κι εγώ το λεωφορείο με προορισμό το Bethel. Επιβιβάζομαι και σε λίγη ώρα ξεκινάμε, αφήνοντας πίσω μας την μικρή πόλη Flores. Μπαίνουμε στην ζούγκλα Locandera ακολουθώντας ένα στενό χωμάτινο δρόμο. Περνάμε από χωριά με χωμάτινα σπίτια και σκεπές από αποξηραμένα φύλλα. Σε κάθε στάση ο οδηγός του λεωφορείου τραβάει ένα σχοινάκι και αμέσως μετά ακούγεται μια δυνατή κόρνα με περίεργο ήχο. Στο άκουσμα της κόρνας οι αυλές των σπιτιών γεμίζουν με ξυπόλητα παιδιά που μας χαιρετάνε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο.
Γύρω στις 11, μετά από 6 ώρες περίπου, φτάνουμε στο Bethel. Ένα ποτάμι μας χωρίζει από το Μεξικό, ο Rio Usumacinta. Οι διαδικασίες εξόδου από τη χώρα τελειώνουν γρήγορα. Επιβιβαζόμαστε σε μια μικρή βάρκα και ξεκινάμε για Frontera Corozal που βρίσκεται στα μεξικανικά σύνορα.
Adios Guatemala grasias per todo.